- αλλότριος
- -ια, -ιο (Α ἀλλότριος, -ία, -ιον)1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου)2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια)αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη περιουσίανεοελλ.1. παραμορφωμένος, αλλοπρόσωπος2. βλαμμένος από δαιμονικά3. (και τύπος άλλοτροςδυστυχής, ταλαίπωρος, άθλιος4. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλλότριαοι ξένες υποθέσεις, τα ξένα πράγματααρχ.1. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα, ο ξένος (αντίθετα οἰκεῑος)2. δυσμενής, εχθρικά διακείμενος, εχθρικός, εχθρός3. απρόθυμος4. (για πράγματα), ξένος, ανοίκειος, παράδοξος, ανάρμοστος5. ο ξένος προς κάποιον ή κάτι, άσχετος6. Ιατρ. ο μη φυσιολογικός, ανώμαλος, παθολογικός(στη φρ.) «ἀλλότριαι σάρκες», το περιττό πάχος7. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀλλοτρία (εννοείται χώρα, γη)η ξένη χώρα, η χώρα τού εχθρού8. επίρρ. ἀλλοτρίωςδυσμενώς, εχθρικώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἄλλος. Όσον αφορά στο πρόσφυμα -τρ- (πρβλ. και αρχ. ινδ. επίρρ. anya-tra «αλλού») πιθ. πρόκειται για τη μηδενισμένη βαθμίδα τού προσφύματος -τερ- που απαντά στον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού επιθ. σε -τερος. Σύμφωνα με άλλη άποψη ο τ. μπορεί να αναχθεί σε επιρρ. τύπο με -τρ-, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. anyatra «αλλού».ΠΑΡ. αλλοτριώαρχ.ἀλλοτριάζω, ἀλλοτριότης.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλλοτριόγνωμος, ἀλλοτριοεπίσκοπος, ἀλλοτριοπραγία, ἀλλοτριοπράγμων, ἀλλοτριούσιοςμσν.ἀλλοτριότροπος αρχ.-μσν. ἀλλοτριοφάγοςνεοελλ.αλλοτριόμορφος, αλλοτριοσμία, αλλοτριοφαγία, αλλοτριόχωρος].
Dictionary of Greek. 2013.